πολυκρότῃ

πολυκρότῃ
πολύκροτος
ringing loud
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολυκρότηι — πολυκρότῃ , πολύκροτος ringing loud fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύκροτος — η, ο / πολύκροτος, ον, ΝΜΑ, και θηλ. τ. πολυκρότη, Α νεοελλ. 1. αυτός που εμφανίζει πολυκροτισμό 2. αυτός που έχει προκαλέσει πολύ θόρυβο, που έχει συζητηθεί πολύ, περιβόητος, διαβόητος (α. «πολύκροτη δίκη» β. «πολύκροτο σκάνδαλο») 3. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • Βαλασόπουλος, Ιωάννης — (19ος αι.). Πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εξελέγη πολλές φορές βουλευτής με το κόμμα του Δημήτριου Βούλγαρη. Στην κυβέρνηση του 1873 διετέλεσε υπουργός Παιδείας, ενώ νωρίτερα είχε χρηματίσει και υπουργός Εξωτερικών για δύο… …   Dictionary of Greek

  • Κικέρων — (Marcus Tullius Cicero, Αρπίνο 106 π.Χ. – 43 π.Χ.). Ρωμαίος ρήτορας, συγγραφέας και πολιτικός. Καταγόταν από οικογένεια πληβείων, η οποία είχε προαχθεί στην τάξη των ιππέων. Το όνομα Cicero προέρχεται πιθανότατα από κάποιο προγονικό παρατσούκλι… …   Dictionary of Greek

  • Κόλλιας, Κωνσταντίνος — (Στύλια Κορινθίας 1901 – 1998). Ανώτατος δικαστικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε στον δικαστικό κλάδο και διετέλεσε προϊστάμενος της εισαγγελίας πρωτοδικών Αθηνών, αντεισαγγελέας (1946 62) και εισαγγελέας του …   Dictionary of Greek

  • Ροΐδης, Εμμανουήλ — (Σύρος 1836 – Αθήνα 1904). Έλληνας συγγραφέας, ένα από τα λαμπρότερα αναγεννητικά και κριτικά πνεύματα των ελληνικών γραμμάτων. Σε παιδική ηλικία έζησε για ένα διάστημα στη Γένουα, όπου ο πατέρας του διηύθυνε μεγάλη εμπορική επιχείρηση. Μετά τις… …   Dictionary of Greek

  • Σαρίπολος — Επώνυμο δύο Ελλήνων νομικών. 1. Νικόλαος. (Λάρνακα, Κύπρος 1817 Αθήνα 1887). Παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα στην Τεργέστη, όπου είχε καταφύγει η οικογένεια του διωκόμενη από τους Τούρκους κατά την Επανάσταση του 21, και κατόπιν σπούδασε στο… …   Dictionary of Greek

  • πολύκροτος — η, ο 1. αυτός που βγάζει δυνατούς ήχους, κρότους. 2. μτφ., ο διαβόητος, ο περιβόητος, ο ξακουστός: Η πολύκροτη δίκη του Ντρέιφους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”